- αἰσθητήν
- αἰσθητήςone who perceivesmasc acc sg (attic epic ionic)αἰσθητόςsensiblefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνανάκρασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [συνανακεράννυμαι] 1. ανάμιξη, σύμμιξη («πρὸς τὴν αἰσθητὴν κτίσιν γίνεταί τις τοῡ νοητοῡ συνανάκρασις», Γρηγ. Νύσσ.) 2. η ένωση δύο φύσεων, τής ανθρώπινης και τής θεϊκής, στο πρόσωπο τού Χριστού μσν. 1. σχέση μεταξύ προσώπων 2.… … Dictionary of Greek
υπερκύπτω — ΜΑ 1. προβάλλω, σηκώνω το κεφάλι πάνω από κάποιον ή από κάτι για να δω 2. έρχομαι στην επιφάνεια, αναδύομαι αρχ. 1. εξέχω, προεξέχω 2. μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («πᾱσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κύπτω «σκύβω»] … Dictionary of Greek
ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… … Православная энциклопедия